- σαρδηνιακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδηνία2. φρ. «σαρδηνιακή γλώσσα»γλωσσ. διαλεκτικού χαρακτήρα γλώσσα τής ομάδας τών ρομανικών γλωσσών, που διατηρείται ζωντανή κυρίως ως γλώσσα τού σπιτιού, αριθμεί 1.000.000 ομιλητές στη Σαρδηνία και αλλού και μοιάζει περισσότερο με την ισπανική παρά με την ιταλική.
Dictionary of Greek. 2013.